Κυριακή 25 Μαρτίου 2012


Damned love 17 …Η καταστροφή .



Έντουαρντ ..

Είχε περάσει ένας μήνας από την ημέρα που χωρίσαμε με την Μπέλλα και ακόμα ένιωθα ένα μεγάλο κενό μέσα μου, αλλά έκανα τα πάντα για να μην του δίνω σημασία, απλά αδιαφορούσα. Από εκείνη την ημέρα δεν είχα συναντηθεί μαζί της, αν και μου είχε πει ο Καρλάιλ να περάσω από το σπίτι, εγώ έβρισκα δικαιολογίες για να το αποφεύγω. Ευτυχώς παρά την αρχική αντίδραση της Μπέλλας εκείνη την ημέρα, δεν με είχε πάρει ούτε τηλέφωνο αλλά ούτε μου είχε στείλει κανένα μήνυμα, από την μία αυτό ήταν καλό, από την άλλη φοβόμουν ότι δεν είχε ξεσπάσει ακόμα και αυτό με φόβιζε κατά ένα τρόπο.

Στην προσωπική μου σχέση με την Τάνια είχα προχωρήσει πια και ήμασταν έτοιμοι σε λίγο καιρό να παντρευτούμε. Στην αρχή όταν της ζήτησα να γίνει ο γάμος όσο πιο σύντομα γινόταν και ότι σταμάτησα επιτέλους το παιχνίδι με την Μπέλλα, γιατί δεν έβγαζε πουθενά, εκείνη δεν μπορώ να πω ότι είχε πεισθεί πλήρως για την αγνότητα των συναισθημάτων μου. Ωστόσο με αγαπούσε τόσο πολύ που δεν μου είπε τίποτα και το προσπέρασε και μου έδωσε την θετική της απάντηση πάνω στο θέμα του γάμου. Ήμουν σίγουρος ότι είχε καταλάβει ότι ήμουν ερωτευμένος με την Μπέλλα, αλλά δεν ήθελε να με χάσει και έτσι απλά ήταν χαρούμενη που σταμάτησε το παιχνίδι μαζί της. Όταν είπα στον Καρλάιλ ότι παντρευόμαστε με την Τάνια χάρηκε πάρα πολύ και μου ευχήθηκε να ζήσω ευτυχισμένος με την γυναίκα που αγαπώ. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ειρωνεία, με την γυναίκα που αγαπώ? Πώς να του πω ότι η γυναίκα που αγαπώ είναι η γυναίκα σου και όχι αυτή που νομίζεις εσύ... Είχα την απορία πώς το πήρε η Μπέλλα όταν έμαθε ότι πάω για γάμο με την Τάνια σύντομα, ήθελα να μάθω όμως? Δεν είμαι και τόσο σίγουρος για αυτό...

Η απορία μου λύθηκε πολύ σύντομα και μάλιστα με ένα αναπάντεχο τρόπο. Καθώς βρισκόμουν στο γραφείο και δούλευα πάνω σε μια προσφορά που μας είχαν κάνει και η γραμματέας μου ήταν σε μια δουλειά, χτύπησε η πόρτα. Πίστευα ότι ήταν κάποιος συνάδελφος μου ή γραμματέας μου και έτσι όποιος και να ήταν τον άφησα να μπει μέσα. Ενώ ήμουν συγκεντρωμένος στα χαρτιά που είχα μπροστά μου, άκουσα ένα γνωστό ήχο περπατήματος τακουνιών και ένα γνώριμο άρωμα που κάθε φορά μου διέγειρε τις αισθήσεις και είχα καιρό να το μυρίσω. Σήκωσα το κεφάλι μου και μπροστά μου εμφανίστηκε μια οπτασία, η Μπέλλα. Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω και ένιωσα να παραληρώ και ο λαιμός μου να έχει ξεραθεί. Σε δύο σημεία στάθηκα, στα κόκκινα, αισθησιακά χείλη της που σε έκαναν να θες να τα πάρεις και να τα φιλάς ακατάπαυστα, αλλά και στις γνώριμες κόκκινες γόβες που είχε φορέσει εκείνη την καυτή νύχτα που ξεδώσαμε όλο μας το πάθος πάνω στις σκάλες. Γιατί όλο αυτό ενώ μου άρεσε όσο δεν φαντάζεστε, με τρόμαζε κιόλας γιατί δεν ξέρω τι έχει μέσα στο πανούργο μυαλό της.

- Μπέλλα τι κάνεις εδώ?, ρώτησα αμέσως.

- Έμαθα ότι παντρεύεσαι και ήρθα να σε συγχαρώ και να σου κάνω ένα μεγάλο δώρο, είπε με ένα ιδιαίτερο τρόπο που μου έκοψε τα πόδια.

- Σε ευχαριστώ πολύ, δεν χρειαζόταν να μπεις στο κόπο, είπα αν και στην ουσία φανταζόμουν ποιο μπορεί να ήταν το δώρο μου.

- Κάτσε να σου δείξω πρώτα ποιο είναι το δώρο σου και μετά μπορείς να μιλήσεις, είπε και πήγε προς την πόρτα. Αφού την κλείδωσε, γύρισε προς  το μέρος μου και αφού μου έδειξε επιδειχτικά το κλειδί το έβαλε στο μπούστο της και εκείνη την ώρα ήθελα η γη να με καταπιεί.

- Μπέλλα σε παρακαλώ, δώσε μου το κλειδί και φύγε, είπα ενώ σηκώθηκα όρθιος και στάθηκα ακριβώς απέναντι της.

- Χμμ, δεν νομίζω ότι θα το πάρεις τόσο εύκολα, είπε και με έριξε πάνω στον καναπέ ενώ εκείνη την στιγμή άνοιξε το παλτό της και αποκάλυψε τα κόκκινα εσώρουχα που φορούσε και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να μπορώ να μιλήσω.

- Μπέλλα τι κάνεις εκεί? Δεν πρέπει, χωρίσαμε, έλεγα αν και στην ουσία είχα χάσει τα λόγια μου.

- Δεν χωρίσαμε, εσύ με χώρισες, εγώ δεν συμφώνησα ποτέ σε αυτό, είπε και με πλησίαζε απειλητικά ενώ πέταξε το παλτό της κάτω.

- Μπέλλα σε παρακαλώ σταμάτα, είπα και πήγα να σηκωθώ, αλλά πριν προλάβω εκείνη με ξανάριξε πίσω και ανέβηκε από πάνω μου και αμέσως κάποιος εκεί κάτω αντέδρασε.

- Βλέπω πως κάποιος δεν με ξέχασε, είπε και άρχισε να κινείται με τέτοιο τρόπο που δεν ξέρω αν θα άντεχα για πολύ.

- Μπέλλα σε παρακαλώ, φύγε από πάνω μου, τελειώσαμε, το είπαμε αυτό, είπα κάπως πιο αποφασιστικά αν και δεν ξέρω τώρα αν θα ήθελα να φύγει από πάνω μου.

- Δεν πάω πουθενά, πρώτα θα σου δώσω το δώρο σου και μετά βλέπουμε, ανταπόδωσε και πλησίασε το πρόσωπο της στο δικό μου και τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά μου και ένιωσα να παίρνω ολόκληρος φωτιά!! Στην αρχή προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά εκείνη δεν πτοούταν και πίεζε όλο και περισσότερο ώσπου έσπασα και παραδόθηκα πλήρως στο φιλί της. Γαμώτο μου την ήθελα και την ποθούσα πολύ.

Τα χέρια της πέρασαν ανάμεσα από τα μαλλιά μου και άρχισαν να τα χαϊδεύουν όπως μόνο εκείνη ήξερε ενώ τα χείλια μας έβγαζαν όλα μας τα απωθημένα  του χρόνου που χάσαμε. Καίγομαι στην φωτιά, αλλά εγώ δεν κάνω κάτι να σωθώ, μένω εκεί ακίνητος και καίγομαι ολοσχερώς.

- Γαμώτο σου Μπέλλα, σε θέλω τόσο πολύ, εξομολογήθηκα και τα χείλη μου σύρθηκαν από τα χείλη της στο λαιμό της, μέχρι και τον ώμο της ενώ τα χέρια μου αχόρταγα εξερευνούσαν κάθε σπιθαμή του κορμιού της.

- Και εγώ σε θέλω, γιατί μας κράτησες  χωριστά τόσο καιρό?, ρώτησε μέσα από τους αναστεναγμούς της με ένα παράπονο...

- Γιατί έτσι έπρεπε, είπα ενώ άφηνα διάσπαρτα φιλιά στο λαιμό της ενώ το άρωμα της με είχε κατακλύσει.

- Σε παρακαλώ, σε αγαπώ, δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου, είπε και αμέσως η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο. Αγαπιόμασταν αλλά οι συνθήκες  κρατούσαν μακριά  τον έναν από τον άλλον. Τελικά αξίζει για τους άλλους να θυσιάσουμε την αγάπη μας?

- Ούτε εγώ δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου πια, είσαι τα πάντα για μένα, εξομολογήθηκα και πριν μιλήσει, κάλυψα τα χείλη της με τα δικά μου και έβγαλα ότι με βάραινε.

Την ήθελα, την αγαπούσα, δεν  μπορούσα πια να είμαι μακριά της... Τι άλλο έπρεπε να κάνουμε για να αποδείξουμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωριστά? Εκείνη την στιγμή ένιωσα τα χέρια της να μου ξεκουμπώνουν το παντελόνι και αμέσως μια έκρηξη ήρθε  για να με αποτελειώσει. Δεν την εμπόδισα άλλωστε ήθελα σαν τρελός να βρεθώ μέσα της, μου είχαν λείψει τόσο πολύ τα φιλιά της, τα χάδια της, το κορμί της, τα υπέροχα χείλη της. Καθώς ήμουν χαμένος με τα φιλιά της, ξαφνικά άρχισα να ακούω ομιλίες απέξω και εκείνη την στιγμή ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

- Μπέλλα ο Καρλάιλ είναι απέξω, είπα και τότε η Μπέλλα με κοίταξε με τρόμο στα μάτια.

- Μην τρομάζεις, δώσε μου το κλειδί, σήκω, φόρεσε το παλτό σου και κρύψου.

- Με κοροϊδεύεις? Που να κρυφτώ?, με ρώτησε ενώ σηκώθηκε και μου έδωσε το κλειδί και φόρεσε και το παλτό της.

- Θα το σκεφτώ, μισό, είπα ενώ προσπαθούσα να φτιαχτώ και εγώ και να συγκεντρωθώ, αφού είχα πανικοβληθεί και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα.

- Ναι αλλά λίγο γρήγορα γιατί δεν ξέρω πόση ώρα θα μιλάει με τη γραμματέα σου, είπε και τότε γύρισα προς το γραφείο και μου ήρθε αμέσως η ιδέα.

- Κάτω από το γραφείο, είπα αμέσως.

- Τι κάτω από το γραφείο? Εννοείς να κρυφτώ κάτω από το γραφείο? Αποκλείεται..., είπε κατηγορηματικά.

- Μπέλλα δεν έχουμε άλλη λύση, έτσι όπως τα κάναμε...

- Τέλος πάντων, αφού δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, είπε και πήγα να ξεκλειδώσω την πόρτα. Η Μπέλλα ήδη είχε πάει κάτω από το γραφείο και αφού κάθισα και εγώ, πήρα κάτι χαρτιά στα χέρια μου για να δείχνω ότι δουλεύω.

- Δεν μπορώ να πω, έχω καλή θέα από εδώ, είπε η Μπέλλα και τότε έκανα λίγο πίσω για να την δω και εκείνη είχε ένα πονηρό χαμόγελο που με έκανε να ανησυχώ.

- Βγάλε κάθε πονηρή σκέψη που έχεις στο μυαλό σου, είπα και τότε χτύπησε η πόρτα και αμέσως μαζεύτηκα.

- Ναι, περάστε, είπα ενώ τάχα κοιτούσα τα χαρτιά μου... Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Καρλάιλ χαρούμενος. Αυτός ο άνθρωπος όσο δεν έχει χαμογελάσει όλα αυτά τα χρόνια, έχει χαμογελάσει μαζεμένα τον τελευταίο καιρό.

- Γεια σου ‘Εντουαρντ, πως είσαι?, ρώτησε ενώ κάθισε στην καρέκλα απέναντι μου.

- Μια χαρά εδώ κοιτάω την πρόταση του Smith, εσύ όλα καλά? Πώς πήγε το ραντεβού?, ρώτησα θέλοντας να φανώ ήρεμος όσο αυτό ήταν δυνατόν με την Μπέλλα στα πόδια μου.

- Μια χαρά νομίζω, θα έχουμε απάντηση σε λίγες μέρες, είπε ενώ ένιωσα την Μπέλλα από κάτω να με ξεκουμπώνει και κρύος ιδρώτας άρχισε άρχιζε να με λούζει.

- Πολύ ωραία, μακάρι να πάνε όλα καλά, είπα με μια τρεμάμενη φωνή, αφού το χέρι της Μπέλλας είχε εισχωρήσει μέσα στο παντελόνι μου και πάνω από το εσώρουχο μου άρχισε να με χαϊδεύει και φοβόμουν τόσο μην προδοθούμε.

- Έντουαρντ είσαι καλά?, ρώτησε ανήσυχα ο Καρλάιλ.

- Ναι μια χαρά, είπα ενώ η Μπέλλα συνέχιζε το βασανιστικό της παιχνίδι και ένιωθα ολόκληρος να παίρνω φωτιά ενώ η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή.

- Σίγουρα?...γιατί σε βλέπω κάπως...

- Όχι μια χαρά απλά λιγάκι κουρασμένος είμαι τίποτα άλλο, είπα όσο πιο πειστικά μπορούσα.

- Γιατί δεν πας σπίτι, άλλωστε δεν έχουμε πολύ δουλειά σήμερα, είπε με κατανόηση και αμέσως ένοιωσα ένα σφίξιμο μέσα μου.

- Ναι ίσως πάω, σε ευχαριστώ πολύ...

- Τίποτα μην το συζητάς, πήγαινε να ξεκουραστείς και θα τα πούμε, είπε ενώ σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να φύγει...

- Και πάλι σε ευχαριστώ, είπα και εκείνος αφού μου χαμογέλασε, έφυγε και αμέσως πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.

- Μπέλλα πας καλά?, είπα και έκανα λίγο πίσω για να την αντικρύσω.

- Μην μου πεις ότι δεν σου άρεσε?, ρώτησε με νόημα.

- Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά ήταν ο Καρλάιλ εδώ, αν μας καταλάβαινε, πάει αυτό ήταν, χαθήκαμε...

- Δεν μας έπιασε όμως..

- Πάλι καλά…

- Τι θα έλεγες να συνεχίσουμε αυτό που ξεκινήσαμε...?

- Όχι εδώ Μπέλλα, είναι όλα τόσο επικίνδυνα, θα φύγουμε και οι δύο και έλα από το σπίτι μου, εντάξει?

- Εντάξει, είπε και της έκανα χώρο για να βγει.

Εκείνη βγήκε από το γραφείο και εγώ πήρα την γραμματέα μου να πάει να μου φέρει κάτι για να μπορώ να διώξω την Μπέλλα. Αφού έλεγξα το πεδίο, αν είναι ελεύθερο και σιγουρεύτηκα, μου έδωσε ένα φιλί και έφυγε γρήγορα. Όταν έκλεισα την πόρτα, δεν άντεξα άλλο, και  ακουμπώντας την πλάτη μου στην πόρτα, έπεσα προς τα κάτω και έκλεισα με τα χέρια μου το πρόσωπο μου προσπαθώντας να συνέλθω από όλο αυτό που συνέβη. Τι κάνω? Γιατί δεν μπορώ να μείνω στις αρχικές μου αποφάσεις? Γιατί? Γιατί? Γιατί ρε είσαι τόσο ερωτευμένος μαζί της που είσαι έτοιμος να αυτοκαταστραφείς για αυτήν, είσαι έτοιμος να τα διαλύσεις όλα μόνο και μόνο γιατί η καρδιά σου όταν την βλέπεις χτυπά σαν τρελή θέλοντας να σου δηλώσει ότι την θέλεις όσο δεν έχει θελήσεις άλλη γυναίκα.

Μετά από λίγες μέρες…

Η άρρωστη κατάσταση ανάμεσα στην Μπέλλα και σε εμένα συνεχιζόταν και δεν μπορούσαμε με τίποτα να μετριάσουμε το πάθος μας. Δεν μπορούσε να μείνει ο ένας μακριά από τον άλλον, σαν μαγνήτες τραβούσαμε ο ένας τον άλλον και δεν θέλαμε με τίποτα να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλον. Το ότι μείναμε για ένα χρονικό διάστημα μακριά, έκανε τον ερωτά μας ακόμα μεγαλύτερο!

Ότι είχα γυρίσει από την δουλειά και έκανα ένα μπάνιο για να ηρεμήσω, όταν άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Η Μπέλλα αποκλείεται να ήταν, διότι ο Καρλάιλ είναι λιγάκι άρρωστος και έχει καθίσει να τον φροντίσει. Έτσι κατέβηκα κάτω και  ανοίγοντας την πόρτα  μπροστά μου εμφανίστηκε η Τάνια.

- Αγάπη μου, καλώς την...

- Αστα τα αγάπη μου σε εμένα, είπε με αγριεμένο ύφος και μπήκε μέσα και εγώ έκλεισα την πόρτα πίσω της απορημένος.

- Τάνια τι συμβαίνει?, ρώτησα περίεργος.

- Με περνάς για χαζή?

- Τι λες Τάνια, δεν καταλαβαίνω...

- Νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι εδώ και λίγο καιρό τα έχεις ξαναφτιάξει με την Μπέλλα?, είπε και κατάλαβα ότι αυτή την φορά  θα χειροτερέψουν πολύ.

- Τάνια σε παρακαλώ να σου εξηγήσω..., είπα προσπαθώντας να σώσω την κατάσταση, αν και δεν σωζόταν με τίποτα.

- Δεν θέλω να μου εξηγήσεις τίποτα, βαρέθηκα. Ήξερα από την αρχή ότι αυτό το σχέδιο σου δεν θα μας έβγαινε σε καλό, αλλά σου είχα εμπιστοσύνη. Είδα την αλλαγή, αλλά δεν ήθελα να πιστέψω ότι την ερωτεύτηκες... Όταν σταμάτησες μαζί της, μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου, αλλά σε έβλεπα δεν άντεχες άλλο, πνιγόσουν, το έβλεπα! Δεν χρειάστηκε παρά ένας μήνας για να τα ξαναβρείτε.

- Και πώς ξέρεις ότι τα ξαναβρήκαμε?, ρώτησα αν και ήξερα ότι ήταν βλακώδης ερώτηση...

- Σας είδα μια μέρα, να μπαίνετε μαζί στο σπίτι, δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό (για) να το καταλάβεις...

- Δεν ξέρω τι να σου πω...

- Μα καλά πώς ήταν δυνατόν να αγαπήσεις μια γυναίκα που το μόνο που θέλει είναι τα λεφτά των άλλων και δεν την νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από το χρήμα...?

- Είναι πάνω από εμένα Τάνια, δεν μπορώ να το ελέγξω, παραδέχτηκα ανοιχτά μπροστά της.

- Και καλά εμένα, τον Καρλάιλ που στάθηκε δίπλα σου τις πιο δύσκολες στιγμές? Πως μπόρεσες να του το κάνεις αυτό?

- Το ξέρω Τάνια ότι είμαι άνανδρος και ότι κοροϊδεύω ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, το προσπάθησα αλλά δεν τα κατάφερα.

- Τόσο πολύ την αγαπάς?, ρώτησε δύσπιστα.

- Είναι κάτι που με ξεπερνάει, κάτι που με κάνει να χάνω τα λογικά μου...

- Και εμένα, με αγάπησες ποτέ?, ρώτησε πληγωμένη.

- Και βέβαια σε αγάπησα, είπα και πήγα να πιάσω τα χέρια της, αλλά εκείνη απομακρύνθηκε από κοντά μου. Εγώ όμως συνέχισα... Σε αγάπησα, δεν είναι το ίδιο όμως. Εσύ με έκανες να νιώθω καλά, ασφαλής, η Μπέλλα είναι κάτι το διαφορετικό, το απαγορευμένο.

- Μάλιστα,  μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη?

- Ότι θες...

- Tο μόνο που θέλω είναι να μην με ξαναενοχλήσεις, δεν θέλω να ξαναμιλήσουμε ποτέ!!!, δήλωσε και αφού με κοίταξε με ένα βλέμμα, λες και με λυπόταν, έφυγε κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω της.

Αυτό ήταν!! Η ζωή μου αρχίζει και καταστρέφεται κομμάτι, κομμάτι και εγώ μένω άπραγος να την κοιτώ. Δεν με στενοχώρησε τόσο ότι χωρίσαμε με την Τάνια, ίσως και καλύτερα, της άξιζε κάποιος καλύτερος από εμένα. Αυτό που με πειράζει είναι ότι η ζωή μου γίνεται χίλια κομμάτια για μια γυναίκα που δεν ξέρω αν θα την έχω ποτέ κανονικά στην ζωή μου. Δεν άντεχα άλλο, ένιωθα να πνίγομαι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον άμεσα και αυτός δεν ήταν άλλος από τον κολλητό μου τον Τζεικ, ο οποίος ξέρει για το σχέδιο και με καταλαβαίνει .

Μετά από δύο μέρες...

Ο Καρλάιλ έμαθε ότι χώρισα με την Τάνια και όπως ήταν λογικό με ρώτησε τον λόγο. Τι να του έλεγα? Επειδή είμαι ερωτευμένος με την γυναίκα σου, χώρισα με την Τάνια? Αυτό δεν μπορούσα να του το πω ούτε σε χίλια χρόνια. Έτσι αναγκάστηκα να του πω ότι δεν μπορούσαμε ο ένας τον άλλον και ότι ήταν καλύτερο και για τους δυο μας να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας τον δρόμο του. Ο Καρλάιλ νομίζοντας ότι είμαι στενοχωρημένος για αυτό τον λόγο με παρηγόρησε και ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι από όλη αυτή την κοροϊδία. Με την Μπέλλα δεν είχαμε προλάβει να μιλήσουμε, λόγω της συχνής παρουσίας του Καρλάιλ στο σπίτι και έτσι αποφεύγαμε τις συναντήσεις.

Καθώς καθόμουν και άκουγα λίγη μουσική για να με καλμάρει, χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως πήγα να ανοίξω, αν και για να πω την αλήθεια ένα άσχημο προαίσθημα είχα μέσα μου, κάτι θα συνέβαινε και αυτό με τρόμαζε... Μόλις άνοιξα, η Μπέλλα σαν σίφουνας μπήκε μέσα, εντελώς εξαγριωμένη και αυτό με έκανε να φοβάμαι για το τι θα ακολουθήσει.

- Είναι αλήθεια?, ρώτησε ενώ τα μάτια της έβγαζαν φωτιά...

- Ποιο να είναι αλήθεια?, ρώτησα γεμάτος περιέργεια...

- Είναι αλήθεια ότι μου έπαιζες τον ερωτευμένο για να με απομακρύνεις από τον Καρλάιλ, ναι ή όχι?, ρώτησε με ένα δολοφονικό ύφος και εκείνη την στιγμή μου κόπηκαν τα πόδια. Καιρός ήταν, ήρθε η στιγμή της αλήθειας και της απόλυτης καταστροφής μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου